Στον Πόντο η Αποκριά λεγόταν εμπονέστα ονομασία που προέρχεται από την λέξη απονήστια. Τα φαγητά που περίσσευαν από την προηγούμενη ημέρα της αποκριάς τα έδιναν σε φτωχές τουρκάλες που τριγυρνούσαν στις ελληνικές γειτονιές για τον σκοπό αυτό. Χαρακτηριστική είναι η ερώτηση που απηύθυναν οι τουρκάλες μόλις αντίκριζαν μια ελληνίδα νοικοκυρά: Γειτόνισσα, περισσεύματα –ξεπερισσεύματα δεν έχει; Και οι ελληνίδες σχολίαζαν μεταξύ τους: Οσήμερον οι τουρκάντ α έχ’νε μπαϊράμ. Δηλαδή: Σήμερα οι τουρκάλες θα έχουν Πάσχα. Πριν κοιμηθούν το βράδυ της αποκριάς σφράγιζαν το στόμα τους για την περίοδο της νηστείας τρώγωντας ένα αυγό και λέγοντας: Με τ’ ωβόν εβούλωσά το, με τ’ ωβόν θ’ ανοίγ’ ατο. Δηλαδή με το τέλος της νηστείας, μετά την ανάσταση το πρώτο μη νηστίσιμο που θα φάγωθεί θα είναι το κόκκινο αυγό.Οι γυναίκες στον Πόντο κατασκεύαζαν την δική τους Σαρακοστή, τον επονομαζόμενο κουκαρά που είχε διπλή χρησιμότητα: ήταν ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο αλλά και ένας πρώτης τάξεως μπαμπούλας. Ο κουκαράς αποτελούνταν από ένα μεγάλο κρεμμύδι πάνω στο οποίο κάρφωναν σε ημικύκλιο εφτά φτερά από κότα ή κόκορα όσες οι εβδομάδες της νηστείας. Έξι φτερά ήταν σκούρα και το έβδομο λευκό και συμβόλιζε την Μεγάλη εβδομάδα. Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα με το τελείωμα της νηστείας Χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τα παιδιά τον κρεμούσαν από το ταβάνι. Το κρέμασμα γινόταν την Καθαρά Δευτέρα πολύ νωρίς. Έτσι όταν ξυπνούσαν τα παιδιά αντίκριζαν τον κουκαρά να κρέμεται από το ταβάνι και να κουνιέται. Αν δεν συμμορφώνονταν με το κράτημα της νηστείας τα φοβέριζαν ότι θα τα φάει ο κουκαράς. Με τρόπο φυσούσαν τον κουκαρά που καθώς κουνιόταν και περιστρέφονταν προκαλούσε τον φόβο. Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα με το τελείωμα της νηστείας.
(Πηγή : Παναγιώτα Ιωακειμίδου )