Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση
και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε… Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα
κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του… Στο τέλος το βρήκε: Θα ’πιανε φιλία με τα
βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει αυτά που του ’κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ’ τα
παραμύθια. Μα στο χωριό που δούλευε παραπαίδι δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε,
λοιπόν, να παρακαλέσει κανέναν μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία
και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε.
Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ’βαλε στη χούφτα κά- να δυο μεταλλίκια και «Σε
παρακαλώ» του λέει «αν βρεις εκεί που πας κανένα βιβλίο που να λέει καλές
ιστορίες, πάρ’ το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω όμως…». Έβαλε ο παππούς τα
μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για
να δει τι έχει από κάτω… έστρωσε τα μουστάκια του… και του τα ’δωσε πίσω… Σε
τρεις μέρες του ’φερε ένα χαρτί πιο χοντρό απ’ το βαγγέλιο και του το ’δωσε.
«Το πασπάτεψα από παντού» λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το
εσύ, μήπως και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε». Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας.
Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του.
Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το
διάβαζε, ολόκληρο τον χειμώνα. Το διάβαζε και πάλι το διάβαζε, και το ’μαθε
νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας που του το ’χε φέρει τ’ άκουε και τρέμανε τα
μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία
του μόνο σε όποιον ήθελε.
Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, εκδ.
Ελληνικά Γράμματα, Aθήνα, 1999